φοινικάς

φοινικάς
I
Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.).
Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο.
II
(Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα του είναι το α, β και γ του Φ. με αστρικά μεγέθη, αντίστοιχα, 2,39, 3,30 και 3,44. Μεσουρανεί τις εσπερινές ώρες στα μέσα Νοεμβρίου.
* * *
-άδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (κυρίως στον πληθ.) αἱ φοινικάδες
(στους Ευβοείς) «ῥάφανοι», ραφανίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. φοιν-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φοινικάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • φοίνικας — ο 1. γένος φυτών της οικογένειας Φοινικίδες που περιλαμβάνει δέντρα των θερμών χωρών, μονοκοτυλήδονα, μακρόβια, με ίσιο, ψηλό κορμό, που απολήγει σε δέσμη φύλλων, η φοινικιά, η χουρμαδιά. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, το φοινίκι, ο χουρμάς. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοινικᾶς — φοινίκεος purple red fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινίκας — Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem acc pl Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκας — φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem acc pl φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοίνικας — Φοί̱νῑκας , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem acc pl Φοῖνιξ Phoenician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνικας — φοί̱νικας , φοῖνιξ Phoenician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικά — φοινικάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”